Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Coal
(2548 entries)
free-steered vehicles
αυτοδύναμο όχημα επί ελαστικών τροχών
free-steered vehicles
αυτοκίνητο ελαστικοφόρο όχημα
free-swelling index
δείκτης διογκώσεως
freezing sensitiveness
ευαισθησία στον πάγο
friable strata
εύθρυπτα στρώματα
friction sensitiveness
ευαισθησία σε τριβή
frozen pipe
ενσφηνωμένον στέλεχος
fullers'earth
αποχρωστική γη
fullers'earth
σμηκτρίς γη
fulminant cap
εμπύρευμα
fulminant cap
καψύλιο
fulminating
ύλη προκαλούσα έκρηξη
fulminating cap
εμπύρευμα
fulminating cap
καψύλιο
fumes
καπνοί και αέρια εξόρυξης
furnace door
πόρτα κλιβάνου
fuse cap
πυροκροτητής μετά θρυαλλίδος
fuse firing
πυροδότηση με εκρηκτική θρυαλλίδα
fusehead
κεφαλή εναύσεως
gallery testing
δοκιμή στοάς
Get short URL