Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
Coal
(2548 entries)
caved stoping
εξόρυξη με κατακρήμνιση
caved waste
κατακρήμνιση
caving
κατακρήμνιση
cavity effect
αποτελεσματικότητα κοίλου γεμίσματος
cementation reactor
αντιδραστήρας συγκολλητικού κονιάματος
cemented backfill using special materials
συμπαγής επίχωση με χρήση ειδικών υλικών
cemented filling material
σφραγιστικό υλικό πλήρωσης
cementing
σιμέντωμα των σωλήνων
cementing
τσιμέντωση των σωλήνων
ceramic paste
κεραμευτική ζύμη
certain of the seams had been extracted by bunker working
ορισμένα στρώματα έχουν εξορυχθεί με υποσκαφή
certificate of approval
εγκριτικό
chain wheel
τροχός αλυσοκίνησης
chain-operated hauling and towing machine
συσκευή ρυμούλκησης ή έλξης με αλυσίδα
chalk
κιμωλία
chalybite
χαλυβδίτης
chamber blasting
ανατίναξη με την μέθοδο coyote
chambered hole
διάτρημα διευρυθέντος πυθμένος
chambering
διεύρυνση πυθμένος διατρήματος με διαδοχικές εκρήξεις
charge
μείγμα παραγωγής κωκ
Get short URL