DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject Earth sciences (17974 entries)
burn-up control έλεγχος και ρύθμιση της καταναλώσεως πυρήνων
burned lime άνυδρος ασβέστης
burned lime ασβέστης μη σβησμένος
burned lime μη εσβεσμένη άσβεστος
burned lime συνηθισμένος ασβέστης
burnt gas καμένο αέριο
burnt lime συνηθισμένος ασβέστης
burnt lime άνυδρος ασβέστης
burnt lime ασβέστης μη σβησμένος
burnt lime μη εσβεσμένη άσβεστος
burnt-out bulb καμμένη λυχνία
burnt-out bulb καμμένο λαμπάκι
burnt-out lamp καμένη λυχνία
burst element διηθητικό στοιχείο φίλτρου κατεστραμμένο από μέσα προς τα έξω
burst element στοιχείο κατεστραμμένο από μέσα προς τα έξω
burst of the monsoon ξέσπασμα του μουσσώνα
burst proportioning ριπαία αναλογικοποίηση
bursting resistance ασφάλεια έναντι ρήξεως
Butterworth pump αντλία "Butterworth"
button κεφαλή πλήκτρου επαφής