A New Solid Waste Environmental Response |
Μια νέα λύση για τα προβλήματα που προκαλούν στο περιβάλλον τα στερεά απόβλητα |
|
a part of the lead remains adsorbed on the protein precipitate |
ένα μέρος του μολύβδου παραμένει προσροφημένο στο ίζημα της πρωτε ίνης |
|
a proportional counter which may or may not be fitted with an anti-coincidence system |
αναλογικός απαριθμητής με ή χωρίς σύστημα αντισύμπτωσης |
|
a quartz scoop is placed in a special furnace |
εισαγωγή μέσα σε ένα ειδικό φούρνο ενός κυαθίου από χαλαζία |
|
a subject to whom a chelating agent, such as penicillamine,is given |
άτομο στο οποίο έχει δοθεί ένα χηλικό αντιδραστήριο,όπως η πενικιλαμίνη |
|
a thermoluminescent dosimeter for measuring integrated exposure |
δοσίμετρο θερμοφωταύγειας για τη μέτρηση της συνολικής έκθεσης |
|
A-weighted equivalent continuous sound pressure level |
Α σταθμισμένη ισοδύναμη συνεχής στάθμη ακουστικής πιέσεως |
|
A-weighted equivalent continuous sound pressure level |
ισοδύναμη Α-σταθμισμένη συνεχής στάθμη ηχητικής πίεσης |
|
Aarhus Convention |
Σύμβαση του Aarhus |
|
Aarhus Convention |
Σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα |
|
Aarhus Protocol |
Πρωτόκολλο στη Σύμβαση του 1979 για τη διασυνοριακή ατμοσφαιρική ρύπανση μεγάλης απόστασης που οφείλεται στους έμμονους οργανικούς ρύπους |
|
abalone |
αλιώτιδα |
|
abandoned industrial site |
εγκαταλειμμένος χώρος διάθεσης βιομηχανικών αποβλήτων |
|
abandoned industrial site |
εγκαταλειμμένη βιομηχανική θέση |
|
abandoned industrial site |
εγκαταλειμμένος βιομηχανικός χώρος |
|
abandoned industrial site (Site that cannot be used for any purpose, being contaminated by pollutants, not necessarily radioactive) |
εγκαταλειμμένος βιομηχανικός χώρος |
|
abandoned landfill |
εγκαταλειμμένος τόπος απόθεσης |
|
abandoned site |
εγκαταλελειμμένη τοποθεσία |
|
abandoned vehicle |
εγκαταλελειμμένο όχημα |
|
abandoned vehicle (A vehicle that has been discarded in the environment, urban or otherwise, often found wrecked, destroyed, damaged or with a major component part stolen or missing) |
εγκαταλελειμμένο όχημα |
|