| |||
επίπεδο μπιζουτάρισμα | |||
αντέρεισμα f; γωνιοτομώ | |||
| |||
κόβω λοξά | |||
να αφαιρεθεί η αγριάδα; να λειανθούν οι ακμές; να παρθούν οι γωνίες; να σπάσουν οι άκρες | |||
| |||
λοξότμητον | |||
διαμόρφωση μεταβατικών επιφανειών; διαπλάτυνση ακμών; σπάσιμο ακμών; διάτρηση απομάκρυνσης απολήξεων; διάτρηση διεύρυνσης μεταβατικών περιοχών | |||
Englisch Thesaurus | |||
| |||
cham | |||
chmfr (Izuminka2008) |
chamfer : 11 Phrasen in 3 Thematiken |
Industrie | 5 |
Maschinenbau | 5 |
Metallurgie | 1 |