Wörterbücher
Forum
Kontakte

   Deutsch
Google | Forvo | +
Substantiv | Verb | zu Phrasen
Borste f =, -n
Med. σκληρή τρίχα; τρίχα f
Borsten f
Med. δυσλειτουργία των σμηγματογόνων αδένων του νεογέννητου
natürl. γουρουνότριχες f; χοντρές τρίχες
Bersten V.
Allg. ρήξη,έκρηξη
Verk. έκρηξη; διάρρηξη; σκάσιμο
Borste
: 9 Phrasen in 6 Thematiken
Allgemeine Lexik1
Industrie2
Landwirtschaft1
Medizin2
Natürliche Ressourcen und Artenschutz2
Technik1