DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
ποσοστό αύξησης; ρυθμός αύξησης, μεγέθυνσης ή οικονομικής ανάπτυξης; συντελεστής αύξησης; ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης
econ. stigningstakt; vækstrate