DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
åbningsbalance n
gen. άνοιγμα του ισολογισμού
account. ισολογισμός έναρξης της χρήσης; υπόλοιπο ανοίγματος
åbningsbalance: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1