DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
vækstregulerende middel
gen. ρυθμιστής αύξησης; ρυθμιστής της αύξησης των φυτών
agric., chem. ρυθμιστής ανάπτυξης
nat.res., agric., chem. ρυθμιστικό της ανάπτυξης των φυτών; ρυθμιστής της ανάπτυξης των φυτών
vækstregulerende midler
agric., chem. ορμονικά ζιζανιοκτόνα; απορρυθμιστικά ζιζανιοκτόνα