DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
tændsats n
gen. κροτικό καψύλιο; άκμων εμπυρεύματος
chem., mech.eng. πυροδοτικός μηχανισμός
coal. γόμωση ανάφλεξης; μίγμα ανάφλεξης
coal., mining., chem. εμπύρευμα; καψύλιο