DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
trituração adj.
gen. σπάσιμο; κοπάνισμα
agric. σύνθλιψη
environ. άλεση; ισοπέδωση; λείανση; πολτοποίηση; τρόχισμα; άλεση/πολτοποίηση/ισοπέδωση/λείανση/τρόχισμα
environ., industr. κατατεμαχισμός
industr., construct. αποσάθρωση; ο διαχωρισμός με μηχανή,των ινών του λιναριού η κανναβιού από το ξυλώδες
pharma., food.ind., chem. θραύση
trituração: 34 phrases in 7 subjects
Agriculture7
Chemistry2
Earth sciences1
Environment17
Forestry2
Industry4
Technology1