|
|
gen. |
βαθμός; ιδιότητα |
fin. |
αξίες; διαπραγματεύσιμος τίτλος; τίτλοι; τίτλος αξία |
industr., construct., chem. |
μηχάνημα κατάταξης υλικών |
|
|
gen. |
τίτλος νήματος |
commun. |
σελίδα τίτλου |
comp., MS |
τίτλος |
ed. |
δίπλωμα |
fin. |
τίτλος παραστατικός τίτλος; χρεόγραφα; αξία; αξιόγραφο; κινητή αξία; χρεώγραφο |
industr., construct., chem. |
Yπολογισμός νήματος; ρυθμιστής |
law |
τίτλος γενεσιουργός ενός δικαιώματος |
tech., industr., construct. |
γραμμική πυκνότητα |
work.fl., IT |
τιτλοδότηση |
|
|
chem. |
τυποποίηση; προσδίδω ορισμένο τίτλο |
IT, dat.proc. |
γράφω επιγραφή; γράφω επικεφαλίδα; γράφω τίτλο |
|
|
account. |
χρεόγραφα |
econ. |
τίτλοι αξιών |
stat., account. |
ομόλογα και ομολογίες χρέους debentures |