DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
telefon n
gen. τηλεφώνημα
comp., MS τηλέφωνο εταιρείας; τηλέφωνο οικίας; τηλέφωνο εργασίας
econ. τηλέφωνο
Telefon n
comp., MS Τηλέφωνο; Τηλέφωνο εργασίας; Τηλέφωνο οικίας
telefon: 23 phrases in 4 subjects
Communications15
Electronics2
Forestry1
Microsoft5