DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
tailings ['teɪlɪŋz] n
agric. λέπυρο; απορρίμματα; σκύβαλα
environ. απορρίμματα από τη διαλογή της κριθής; απορρίμματα από τη διαλογή του κριθαριού; απορρίμματα κριθαριού; Υπολείμματα
tailing ['teɪlɪŋ] v
gen. ουραγία
chem. κατάλοιπα
commun. τράβηγμα εικόνας
fish.farm. αποκοπή ουράς; αφαίρεση της ουράς; αποκοπή της ουράς
med. πολυ-Α καταληκτική ακολουθία; τερματισμός ενός DNA
tailing: 19 phrases in 8 subjects
Agriculture3
Chemistry2
Electronics1
Environment7
Industry1
Mechanic engineering1
Medical3
Metallurgy1