DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
reprodução sexual
environ. φυλετικός πολλαπλασιασμός; εγγενής αναπαραγωγή; εγγενής πολλαπλασιασμός; πολλαπλασιασμός με φυλογονία; φυλετική αναπαραγωγή