|
|
comp., MS |
αξιολόγηση (An evaluation of the relationship between a business and an account or a business contact (for example, good, great, average). Part of the account financial information) |
fin. |
αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας; βαθμός από άποψη φερεγγυότητας; διαβάθμιση από άποψη φερεγγυότητας; κατάταξη πιστoληπτικής ικαvότητας |
|
ratings forming part of the licence n | |
|
transp., avia. |
εξειδικεύσεις ικανότητες που αποτελούν μέρος της άδειας |
|
|
social.sc., transp., mater.sc. |
ονομαστικές επιδόσεις |
|
|
comp., MS |
χαρακτηρισμός (An assessment of music or video content on a scale that corresponds to the user's opinion of the content) |
earth.sc., el. |
βαθμονόμηση; ονομαστική κατάταξη |
el. |
απόδοση; οριακή συνθήκη |
empl., transp., nautic. |
κατώτερος ναυτικός' ναύτης |
fin. |
αξιολόγηση κινδύνου ομολογίας; πιστoληπτική κατάταξη |
IT, el. |
διαβάθμιση; κατάταξη |
lab.law. |
βαθμολόγηση; εκτίμηση |
law, transp. |
προσόν |
mech.eng. |
ονομαστική ισχύς |
mech.eng., el. |
ονομαστικά μεγέθη |
transp. |
ικανότητα; ναύτης |
transp., nautic. |
κατώτερος ναυτικός |
|
|
gen. |
αποτιμώ; δείκτης |
|
|
fin. |
δημοτική φορολογία επί ακινήτων |
|
English thesaurus |
|
|
abbr., polym. |
rtg |
mil., abbr. |
rat |
|
|
abbr., file.ext. |
.rat (file name extension) |