DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
pesa-papéis
gen. πρες παπιέ; χαρτοπιεστήρας
industr., construct. βαρίδι γραφείου; πρεσπαπιέ; αντικείμενο που χρησιμεύει ως βαρίδιο για τη συγκράτηση εγγγράφων