DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
paper money ['peɪpə'mʌnɪ]
econ. πιστωτικό χρήμα
fin. ακάλυπτο χρήμα; παραστατικό χρήμα; χρήμα ευχερώς υποκείμενο σε μεταβολές της αγοραστικής του δύναμης; χαρτονόμισμα
paper money: 3 phrases in 2 subjects
Economy1
Finances2