DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
palmekage n
gen. πλακούς έκθλιψης ελαΐδος; πλακούς ελαΐδας; φοινικοπλακούς; φοινικόπιτα
agric. σπέρμα ελαΐδος; ελαϊδος