DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
occlusion [ə'klu:ʒ(ə)n] n
chem. έγκλειση; προσρόφηση
health. απορρόφησις αερίου από ένα αέριο ή μέταλλο σε μεγάλη ποσότητα όπως του υδρογόνου από λευκόχρυσο
life.sc., environ. σύσφιξη
med. τύπος οδοντικής σύγκλησης; θέση σύγκλεισης γνάθων; ορθοδοντικό μηχάνημα; απόφραξις; σύγκλεισις; θέση δήξης; απόφραξη; έμφραξη; φράξιμο ίματος
met. ζάρωμα; συρρίκνωση
nat.sc. σύσφιξις
occlusion: 39 phrases in 3 subjects
Earth sciences2
Life sciences13
Medical24