DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
magasin n
gen. βοηθητικός χώρος; γεμιστήρας
commer. χώρος αποθήκευσης
commun. βιβλιοστάσιο
construct. τεχνητή λίμνη; ταμιευτήρας
el. λίμνη περισυλλογής των υδάτων
IT, tech. γεμιστήρας δελτίων
life.sc., construct. αποθήκευση; χωρητικότητα
mater.sc. αποθήκη συντήρησης
met., mech.eng. τεμαχιοφορέας
transp. αποθήκη πλώρης
transp., construct. αεροφυλάκιο; αποθήκη; υπόστεγο
magasin: 33 phrases in 10 subjects
Coal1
Communications1
Construction8
Electronics5
Energy industry2
General3
Industry2
Life sciences3
Technology7
Work flow1