DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
læggekartoffel n
gen. πατάτες για σπορά
agric. γεώμηλο σποράς; κόνδυλος πατάτας για σπορά; πατατόσπορος
læggekartofler n
med. φυτά προς φύτευση
læggekartoffel: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1