DictionaryForumContacts

   Basque
Google | Forvo | +
lagin estatistiko
math. στατιστικό δείγμα; στατιστικό; στατιστικές
lagin-estatistiko
math. έρευνα
stat. δείγμα έρευνας; δειγματοληπτική έρευνα
lagineko estatistiko
stat. στατιστικό δείγμα; στατιστικό; στατιστικές