DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
lageropbygning n
econ., commer. σχηματισμός αποθεμάτων
econ., fin. δημιουργία αποθεμάτων; αποθεματοποίηση
industr., construct. διάρθρωση του φύλλου
market. σώρευση αποθεμάτων