DictionaryForumContacts

   Estonian
Google | Forvo | +
kütusepaak form.
mech.eng. δεξαμενή καυσίμου; δοχείο καυσίμου; ρεζερβουάρ
transp. εν ενεργεία δεξαμενή καυσίμου; κύρια αποθήκη καυσίμου; κύριο δοχείο καυσίμου