DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
kapitalandel n
econ., fin. τίτλος συμμετοχής συμμετοχικός τίτλος; νομικός τίτλος; συμμετοχικοί τίτλοι; τίτλοι συμμετοχής
fin. συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο; επένδυση μετοχικού κεφαλαίου
law, busin., labor.org. μερίδιο κεφαλαίου
kapitalandele n
busin., labor.org., account. μετοχές ή μερίδια; μετοχές ή μερίδια στο κεφάλαιο της μητρικής επιχείρησης
kapitalandel: 42 phrases in 8 subjects
Accounting3
Business8
Finances14
General1
International trade1
Law5
Marketing9
Politics1