DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
halvfabrikat n
gen. ημιπροϊόν
econ. ημικατεργασμένο προϊόν; ενδιάμεσο προϊόν
environ. ενδιάμεσο αγαθό; ημικατεργασμένο ημιτελές προϊόν
fin. ενδιάμεσα προΜόντα; ενδιάμεσο προΜόν
halvfabrikat: 2 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Metallurgy1