DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
fängelsestraff n
econ. φυλάκιση
law ποινή φυλάκισης
law, h.rghts.act. στερητική της ελευθερίας ποινή; εγκλεισμός στη φυλακή; ποινή στερητική της ελευθερίας