DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
frame saw ['freɪmsɔː]
agric., industr., construct. παλινδρομικός πρίων πλαισίων
agric., mech.eng. παλινδρομικός καταρράκτης πρίσεως
forestr. αμπαροπρίονο; καταρράχτης
industr., construct., mech.eng. κουραστάρι; παλινδρομικό πριόνι; πλαισιωμένο χειροπρίονο
wood. Πριστήριο με καταρράκτη
frame saw: 2 phrases in 1 subject
Mechanic engineering2