DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
centrale atomica
nucl.phys. πυρηνικός σταθμός ηλεκτρικής ενέργειας; πυρηνικός σταθμός ηλεκτροπαραγωγής; πυρηνοηλεκτρικός σταθμός