DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
betume n
chem., construct. μαστίχη αρμών; στόκος υποστρώματος
chem., met. εξισωτικός στόκος
environ. ορυκτή άσφαλτος
industr., construct., chem. προκαταρκτικόν βερνίκιον; προκαταρκτικόν επίχρισμα συγκολλήσεως
met. μαστίχη
oil άσφαλτος; βιτουμένιο; πετρελαϊκή άσφαλτος
betumes n
chem., met. στόκος προετοιμασίας
betumar v
chem., met. σφράγισμα με μαστίχη
mech.eng., construct. επαναγόμωση του προστατευτικού σωλήνα με χυτό μέταλλο; επαναπλήρωση του προστατευτικού σωλήνα με χυτό μέταλλο
met. βουλώνω
betume: 51 phrases in 10 subjects
Agriculture2
Chemistry17
Coal1
Construction11
Energy industry1
General2
Industry5
Materials science2
Metallurgy3
Transport7