DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
beroepsstatus m
econ. επαγγελματική κατάσταση
empl. καθεστώς απασχόλησης
environ. εργασιακό καθεστώς; επαγγελματική θέση; εργασιακό καθεστώς/επαγγελματική θέση
lab.law. τύπος απασχόλησης