| |||
απευθείας γραμμή,απευθείας πρόσβαση | |||
αποκλειστική θύρα; αποκλειστική πόρτα | |||
άμεση πρόσβαση | |||
τυχαία πρόσβαση; στιγμιαία πρόσβαση | |||
| |||
άμεση προσπέλαση |
accès direct: 37 phrases in 5 subjects |
Communications | 18 |
Information technology | 12 |
Microsoft | 3 |
Transport | 1 |
Work flow | 3 |