DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Leihmutter f
econ. φέρουσα μητέρα
med. μητέρα φορέας; μητέρα κυοφορούσα; έμβρυο άλλης μητέρας
obs., proced.law. δάνεια μήτρα; δανεική μητέρα
proced.law. κυοφόρος γυναίκα; κυοφόρος μητέρα; υποκατάστατη μητέρα
social.sc. παρένθετη μητέρα; βιολογική μητέρα; μητέρα-αντικαταστάτρια