DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Briefwahl f
gen. άσκηση εκλογικού δικαιώματος ταχυδρομικώς; ταχυδρομική ψήφος; επιστολική ψηφοφορία
econ. ψήφος δι' αλληλογραφίας
law, market. ψηφοφορία χωρίς συνέλευση
Briefwahl: 1 phrase in 1 subject
Law1