DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Balg m -(e)s, Bälge
chem., el. πτυσσόμενη μεμβράνη; πτυσσόμενος φυσητήρας
mater.sc. πτυσσόμενο διάφραγμα
mech.eng. προστατευτική διάταξη τύπου "ακορντεόν"
med. γλωττικός θύλακος; αναπνευστικός ασκός; σάκκος αερισμού
nat.sc. θυλάκιον (folliculus); θύλακας (folliculus); θύλαξ (folliculus)
textile δέρμα κονίκλου
Balg- m
med. σμηγματογόνος κύστις; αθήρωμα
Bälge m
el. εμφυσητήρας
Balg: 4 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Cultural studies1
Earth sciences1
Transport1