agente de seguro | |
insur. | ασφαλιστικός μεσάζων; πράκτορας ασφαλειών |
agente de seguros | |
insur. | άτομο που διευθύνει ένα συνδικάτο των Λόυδς; ασφαλιστικός πράκτορας; πράκτορας ασφαλειών |
Colegio | |
gen. | Συλλογικό όργανο της Eurojust |
law | συλλογικό όργανο |
colegio | |
ed. | κολέγιο |
agente de seguros: 3 phrases in 1 subject |
Insurance | 3 |