utilisateur | |
commun. IT | πράκτορας χρήστη; συνδρομητής τηλεπληροφόρησης |
comp., MS | χρήστης |
law | χρήστες |
connecter | |
commun. | σύνδεση σε σειρά |
IT | προσαρτώ |
stat. el. | συνδέω |
connecté | |
earth.sc. el. | συνδεδεμένο |
| |||
πράκτορας χρήστη; συνδρομητής τηλεπληροφόρησης | |||
χρήστης | |||
χρήστες | |||
| |||
χρήστης |
utilisateur: 397 phrases in 27 subjects |