DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
traverse f
construct. δοκάρι λοξό στον άξονα; εγκάρσιο δοκάρι; κάθετο δοκάρι
traverse de chemin de fer f
forestr. στρωτήρας (ξυλεία σιδηροδρόμου)
traverse v
agric., industr., construct. τάκος; εγκαρσία ράβδος
construct. εγκάρσιος σύνδεσμος; πλάγιο δοκάρι
el. βραχίωνας αναρτήσεως
IT γραμμή
mech.eng. οδηγός ατράκτου; τραβέρσα; δοκός γεφύρωσης διακένου βάσης τόρνου; δοκός εργαλειοφορέα
nat.sc., agric., mech.eng. στρωτήρ,τραβέρσα
transp. εγκάρσια δοκίδα; διαδοκίδα; εγκάρσια δοκός
transp., construct. προβλήτας
transp., met. στρωτήρ; στρωτήρας σιδηροδρομικών γραμμών
traversée v
el. μονωτήρας διασυνδέσεως; διάβαση; διασταύρωση
transp. διάπλους
traverses v
agric. τραβέρσες; εγκάρσιοι δοκοί
traverse: 297 phrases in 16 subjects
Agriculture5
Chemistry12
Communications6
Construction15
Electronics21
Finances1
General1
Industry11
Information technology6
Mechanic engineering16
Metallurgy5
Natural sciences3
Nuclear physics1
Scientific2
Technology4
Transport188