obligation | |
econ. | μακροπρόθεσμη ομολογία |
fin. | ομόλογο; δανειακός τίτλος ενυπόθηκος; ενυπόθηκες ομολογίες; ομολογία; προνομιούχες μετοχές |
law | υποχρέωση; δέσμευση |
planétaire | |
gen. | πλανητικός |
| |||
μακροπρόθεσμη ομολογία | |||
ομόλογο; δανειακός τίτλος ενυπόθηκος; ενυπόθηκες ομολογίες; ομολογία; προνομιούχες μετοχές | |||
υποχρέωση; δέσμευση | |||
| |||
ομολογίες |
obligation: 743 phrases in 36 subjects |