forage | |
coal. | όρυγμα |
econ. | γεώτρηση |
environ. | διάτρηση; γεώτρηση/διάτρηση |
mech.eng. | πηγάδι ανοιγμένο με ειδικό λειαντικό μηχάνημα |
oil | ερευνητική γεώτρηση |
devier | |
gen. | απόκλιση |
| |||
όρυγμα | |||
γεώτρηση | |||
διάτρηση; γεώτρηση/διάτρηση | |||
πηγάδι ανοιγμένο με ειδικό λειαντικό μηχάνημα | |||
ερευνητική γεώτρηση | |||
| |||
διάτρηση |
forage: 149 phrases in 18 subjects |