diminution | |
comp., MS | μείωση |
el. | μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων; ελάττωση |
environ. | μείωση/ελάττωση |
fish.farm. polit. | μάζεμα; σμίκρυνση |
pH | |
agric. chem. | πραγματική οξύτητα; pΗ |
| |||
μείωση | |||
μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεων; ελάττωση | |||
μείωση/ελάττωση | |||
μάζεμα; σμίκρυνση | |||
αναγωγή; μηχανική εντομή |
diminution: 142 phrases in 25 subjects |