DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
αερόψυκτη μηχανή κλειστού κυκλώματος αέρα ψύξης με εξωτερική ψύξη με χωριστό ανεμιστήρα
mech.eng., el. macchina a ventilazione separata in ciclo chiuso