DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
καρποφόρος πυρίτης
forestr. conk (μύκητας δένδρων); Phellinus pini (μύκητας δένδρων); Pine conk (μύκητας δένδρων)
καρποφόρος πυρίτηςμύκης δένδρων
nat.sc., agric. conk; punk