DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
to phrases
urakkatyö form.
forestr. εργασία με το κομμάτι
law, lab.law., transp. εργασία αμοιβόμενη κατά μονάδα παραγόμενου προϊόντος
market. πωλήσεις υπηρεσιώνέσοδα από παροχή υπηρεσιών
social.sc. εργασία που πληρώνεται κατ'αποκοπήν
urakkatyö: 1 phrase in 1 subject
Marketing1