DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
päästövirta form.
commun., el. ένταση πτώσης; ρεύμα πτώσης
earth.sc., el. ένταση ανοίγματος
el. ρεύμα ορθής φοράς; ρεύμα σε κατάσταση αγωγής; ορθό ρεύμα