mittauspiste | |
commun. | σημείο εναλλαγής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητικό επιστόμιο |
environ. | θέση ή σημείο αναφοράς; θέση μέτρησης |
IT el. | σημείο μετρήσεως; σημείο της μετρήσεως |
life.sc. | σταθμός παρατηρήσεων |
life.sc. tech. | θέσις μετρήσεως παροχής |
maanpinnan alle: 1 phrase in 1 subject |
Life sciences | 1 |