ilkiteko | |
environ. | εγκληματικότητα |
laiminlyönti | |
gen. | αμέλεια |
environ. | εγκληματικότητα |
insur. | αδυναμία προς ενέργεια |
law | μη εκπλήρωση της αναληφθείσης υποχρεώσεως; μη προσήκουσα εκπλήρωση της αναληφθείσης υποχρεώσεως; παράβαση ενός νόμου; παράβαση |
| |||
εγκληματικότητα |
ilkiteko: 1 phrase in 1 subject |
Environment | 1 |