nimi | |
commun. | αναγνωριστική μονάδα; κώδικας ταυτότητας; ταυτότητα |
commun. IT | όνομα λήμματος σε κατάλογο |
comp., MS | τίτλος |
IT | αναγνωριστής; αναγνωριστικό; αναγνωριστικό ταυτότητας |
IT dat.proc. | όνομα |
DN: 2 phrases in 2 subjects |
Microsoft | 1 |
Statistics | 1 |