radioaktiv | |
med. | ραδιενεργός |
Schadstoff | |
environ. | ρύποι; ρυπογόνες ουσίες; ρύποι/ρυπογόνες ουσίες; ρυπαίνουσα ουσία; βλαβερή ουσία |
health. | παθογενής παράγοντας; παράγοντας βλάβης της υγείας |
health. environ. chem. | βλαβερές ουσίες |
med. | ρύπος |
| |||
ραδιενεργός |
radioaktive: 200 phrase in 23 subjects |